Κόρινθος

Κόρινθος
Κόρινθος, ου, ἡ (Hom. et al.; ins, Philo, SibOr 3, 487 al.; Just., D. 1, 3; Ath. 17, 2) Corinth a city in Greece on the isthmus of the same name. From 27 B.C. capital of the senatorial province of Achaia, and seat of the proconsul. The Christian congregation there was founded by Paul on his so-called second missionary journey, Ac 18:1, 27 D; 19:1; 1 Cor 1:2; 2 Cor 1:1, 23; 2 Ti 4:20; 1 Cl ins; MPol 22:2; EpilMosq 5; AcPl Ha 6, 1f; AcPlCor 1:2; 2:1; ἄνδρες Κ. 2:26. Also subscr. of Ro v.l. and 1 Th.—ECurtius, Peloponnesos II 1852, 514ff; JCladder, Korinth 1923; OBroneer, BA 14, ’51, 78–96; Pauly-W. Suppl. IV 991–1036; VI 182ff, 1350f; Kl. Pauly III 301ff; BHHW II 988ff; Corinth, Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies at Athens 1929ff; RCarpenter, Korinthos6 ’60; FJdeWaele, Corinth and St. Paul ’61; DESmith, The Egyptian Cults at Corinth: HTR 70, ’77, 201–31; GTheissen, The Social Setting of Pauline Christianity ’82 (Eng. tr.); JMurphy-O’Connor, St. Paul’s Corinth ’83 (reff.), Corinth: ABD I 1134–39 (add. lit.); PECS 240–43.—S. the Corinthian ins (Dssm., LO 12, 8 [LAE 16, 7]): [συνα]γωγὴ Ἑβρ[αίων]=Boffo, Iscrizioni no. 45 and lit. p. 361f. Strabo 8, 6, 20 suggests the problems of immorality associated with a major port city, but his references to cult prostitution, as in his quotation of the proverb οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθʼ ὁ πλοῦς ibid. (=Aristoph. Fgm. 902a; cp. Ael. Aristid. 29, 17 K.=40 p. 755 D.) concern pre-Roman times and have been used without adequate caution for inferences about Paul’s Corinth.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κόρινθος — at fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Sp Korintas Ap Κόρινθος/Korinthos L sen. gr. polis ir mst., Korintijos nomo c., C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Αρχαία Κόρινθος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.800 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται νοτιοδυτικά και κοντά στην Κόρινθο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορινθίων …   Dictionary of Greek

  • Κορίνθω — Κόρινθος at fem nom/voc/acc dual Κόρινθος at fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Коринф — (Κόρινθος) важнейший торговый город древней Греции, благодаря положению на перешейке, на дороге из Пелопоннеса в сев. Грецию, между Коринфским и Сароническим заливами, с гаванями Лехеон на З., Схенос и Кенхреи на В; первые две соединялись… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Αραβαντινός, Ιωάννης — (Κόρινθος 1850 – Ελβετία 1907).Νομομαθής. Σπούδασε στην Αθήνα και έπειτα στη Γερμανία και την Αυστρία· το 1875 διορίστηκε δικηγόρος στην Αθήνα, αλλά κυρίως ασχολήθηκε συστηματικά με την καλλιέργεια της νομικής επιστήμης και δημοσίευσε αξιόλογες… …   Dictionary of Greek

  • Βουρλέκη-Γαλανάκη, Αντιγόνη — (Κόρινθος 1912 –). Πεζογράφος και ποιήτρια. Άρχισε σπουδές στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να τις ολοκληρώσει. Έγραψε ποιήματα και διηγήματα. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1929 δημοσιεύοντας το ποίημά …   Dictionary of Greek

  • Γαβαλάς, Δημήτρης — (Κόρινθος 1949 –). Μαθηματικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως επιστημονικός συνεργάτης στην πολυτεχνική σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών (1974 76) και, στη συνέχεια, ως ερευνητής… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Αιτωλός — (Κόρινθος 1525 – 1580). Λόγιος και στιχουργός. Ελάχιστα βιογραφικά του στοιχεία είναι γνωστά. Φαίνεται ότι έδρασε ως δάσκαλος στην Κόρινθο, στη Βενετία και στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από μερικές επιστολές του και διάφορα στιχουργήματά του, στα… …   Dictionary of Greek

  • Δείναρχος — (Κόρινθος 360; – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ρήτορας. Έζησε στην Αθήνα ως μέτοικος γράφοντας λόγους για άλλους, κατά την περίοδο που βρισκόταν στην εξουσία η φιλομακεδονική κυβέρνηση που είχε εγκαθιδρύσει ο Κάσσανδρος και αργότερα όταν την εξουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”